- λιθεία
- λιθεία, ἡ, Baumaterialien von Steinen; auch Edelstein
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
λιθεία — λιθείᾱ , λίθειος fem nom/voc/acc dual λιθείᾱ , λίθειος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) λιθείᾱ , λιθεία fine stone fem nom/voc/acc dual λιθείᾱ , λιθεία fine stone fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθείᾳ — λιθείᾱͅ , λίθειος fem dat sg (attic doric aeolic) λιθείᾱͅ , λιθεία fine stone fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθεία — και λιθέα, ἡ (ΑM Μ και λιθία) [λίθος] 1. είδος λίθου ή μαρμάρου για οικοδόμηση 2. πολύτιμος λίθος ή σύνολο πολύτιμων λίθων («φέρει δὲ καὶ λιθείαν ἡ χώρα πολυτελῆ κρυστάλλων», Στράβ.) … Dictionary of Greek
λιθείας — λιθείᾱς , λίθειος fem acc pl λιθείᾱς , λίθειος fem gen sg (attic doric aeolic) λιθείᾱς , λιθεία fine stone fem acc pl λιθείᾱς , λιθεία fine stone fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιθείαν — λιθείᾱν , λίθειος fem acc sg (attic doric aeolic) λιθείᾱν , λιθεία fine stone fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MENSA Sacra — Eucharistia est, cui nomen hoc a loco, in quo a CHRISTO instituta, est inditum, ἐπουράνιος τράπεζα, in Iacobi Liturgia, ἱερὰ, μυςτικὴ, φρικώδης τράπεζα Chrysostomo: τοῦ Σωτῆρος τράπεζα, Palladio in Vita Chrysostomi, ubi de modo iurandi, κατὰ τῆς… … Hofmann J. Lexicon universale
λίθος — ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ) 1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ. β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ. γ. «σοὶ δ αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.) 2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και … Dictionary of Greek
λιθία — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ., 388 κάτ.) του νομού Καστοριάς. Βρίσκεται στο ανατολικό άκρο του νομού, 23 χλμ. Α της Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αγίων Αναργύρων. Μέχρι το 1928 ονομαζόταν Κομανίτσοβο. * * * λιθία, ἡ (Α) βλ. λιθεία … Dictionary of Greek